πυελογεννητικός

πυελογεννητικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα γεννητικά όργανα και τη λεκάνη της γυναίκας: Πυελογεννητικός σωλήνας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυελογεννητικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύελο και στα γεννητικά όργανα τής γυναίκας ταυτόχρονα («πυελογεννητικός σωλήνας» τα όργανα τής γυναίκας διά μέσου τών οποίων κατέρχεται το έμβρυο κατά τον τοκετό, δηλ. η κοιλότητα τής μήτρας, ο τράχηλος …   Dictionary of Greek

  • εμβρυοτομία — Χειρουργική επέμβαση που αποβλέπει στον διαμελισμό εμβρύου όταν, εξαιτίας του μεγέθους του και της θέσης του, η φυσιολογική εξαγωγή του από τη φυσική γεννητική οδό (πυελογεννητικός σωλήνας) μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή της μητέρας. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”